Για το σαββατόβραδο είχαμε κανονίσει εκπαιδευτική επίσκεψη στο τοπικό στέκι ψυχαγωγίας «Το Κουτούκι του Βαγγέλη», με αφορμή τα γενέθλια της Δημητρούλας και της Ντίνας. Μαζεμένα δέκα άτομα, φίλες μου από το σχολείο και τα αγόρια τους. Ξεκινάω λοιπόν με ανεβασμένη διάθεση για ένα βραδάκι με χορό, τραγούδι και κρασάκι με καλούς φίλους, τους περισσότερους απ’ τους οποίους είχα ωστόσο να δω καιρό.
Είχαμε κλείσει τραπέζι και καθώς ενημερώσαμε πως επρόκειτο για γενέθλια, μας τοποθέτησαν δίπλα στα όργανα. Το μαγαζί λιτό και απέριττο, φορτωμένο με τη βαριά μυρωδιά των φαγητών και του κρασιού που σε ζάλιζε τόσο και στολισμένο με παλιές φωτογραφίες και έγχορδα στους κίτρινους, από την τσιγαρίλα και την τσίκνα, τοίχους. Καθίσαμε γύρω απ’ το τραπέζι, ο ένας δίπλα στον άλλο και ήμασταν τόσο κοντά, που αν μας έβλεπε η κοινωνιολόγος της σχολής μου, θα έλεγε πως παραβιάζουμε ο ένας τον προσωπικό χώρο του άλλου. Παραγγείλαμε κρασάκι, αναψυκτικά και νερό καθότι είχαμε και αθλητές στην παρέα, λάτρεις της υγιεινής διατροφής, ενώ με τη σειρά τους έφτασαν και οι μεζέδες.
Είπαμε τα νέα μας, πως πάει δηλαδή η σχολή, τι κάνει ο αδερφός σου, πως πήγες στους προηγούμενους αγώνες, μέχρι που όλα τα κοινά θέματα προς συζήτηση εξαντλήθηκαν μέσα στο πρώτο μισάωρο. Το υπόλοιπο βράδυ το περάσαμε με λιτές αναφορές στην απόκτηση του διπλώματος οδήγησης από τη Σοφίας, σχολιασμό των δώρων των κοριτσιών, ενώ εγώ ανυπομονούσα να αρχίσει η μουσική η οποία θα μας έφτιαχνε το κέφι, ή τουλάχιστον θα κάλυπτε τα άπειρα κενά από συζήτηση λεπτά, που εκείνο το βράδυ κυλούσαν αργά και βασανιστικά. Όταν γεμίσαμε για δεύτερη φορά τα ποτήρια μας και ξαναευχηθήκαμε στις εορτάζουσες τα χρόνια πολλά, η κιθάρα, το μπουζούκι και το μπαγλαμαδάκι που κουρδίζονταν το προηγούμενο μισάωρο άρχισαν τον πρώτο τους σκοπό και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό μου, ενώ άρχισα να σιγοτραγουδάω τους ρεμπέτικους δρόμους, μαζί με τη Ντίνα και την Ρόζα που ακολούθησαν του παράδειγμά μου. Οι υπόλοιποι σαν να βρήκαν την αφορμή που ζητούσαν για να ξεκουράσουν τις φωνητικές τους χορδές, τις επιβαρημένες από την πολυλογία της προηγούμενης ώρας, κούρνιασαν στις καρέκλες και βάλθηκαν να παρακολουθούν το μπουζούκι και το «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα, θαρρώντας πως βρίσκονται στο μέγαρο μουσικής. Τότε ήταν που μεταφέρθηκα στο χώρο και σαν να βρισκόμουνα σε εκκλησία μας έβλεπα στατικούς, σοβαρούς και αμίλητους στις θέσεις μας να παρακολουθούμε τη λειτουργία με δεξιό ψάλτη τον τραγουδιστή και αριστερό το μπαγλαμά.
Μιας και είμαι εξοικειωμένη με τη μουσική και δεν λέω ποτέ όχι σε ένα καλό τραγούδι, βάλθηκα να σιγοτραγουδώ τους στίχους μαζί με το υπόλοιπο μαγαζί και την Ντίνα, εξαιρουμένης της υπόλοιπης παρέας. «Τα ξέρεις τα λόγια ή απλά ανοιγοκλείνεις το στόμα σου;» με ρωτά ο Γιάννης που μέχρι πρότινος χασμουριότανε σε κάθε παραγγελιά στα όργανα, σαν να ήταν βαλτός για να σπάσει τα ήδη κουρελιασμένα νεύρα μου. Μιας και δεν μ’ αρέσει να μ’ αμφισβητούνε βάλθηκα να του αποδείξω (μετά από δυο τρία ποτηράκια βέβαια) πόσο καλά ήξερα τα τραγούδια αφιερώνοντας του τα δύο επόμενα στίχο στίχο πριν προλάβει καν να τα πει το μπουζούκι.
Η σπουδαία βραδιά ολοκληρώθηκε με το κόψιμο της τούρτας, το κέρασμα της ορχήστρας και αφού καμιά από τις εορτάζουσες δεν καταδέχτηκε να χορέψει τις παραγγελιές τους ορίσαμε για τα σπιτάκια μας.
Είχαμε κλείσει τραπέζι και καθώς ενημερώσαμε πως επρόκειτο για γενέθλια, μας τοποθέτησαν δίπλα στα όργανα. Το μαγαζί λιτό και απέριττο, φορτωμένο με τη βαριά μυρωδιά των φαγητών και του κρασιού που σε ζάλιζε τόσο και στολισμένο με παλιές φωτογραφίες και έγχορδα στους κίτρινους, από την τσιγαρίλα και την τσίκνα, τοίχους. Καθίσαμε γύρω απ’ το τραπέζι, ο ένας δίπλα στον άλλο και ήμασταν τόσο κοντά, που αν μας έβλεπε η κοινωνιολόγος της σχολής μου, θα έλεγε πως παραβιάζουμε ο ένας τον προσωπικό χώρο του άλλου. Παραγγείλαμε κρασάκι, αναψυκτικά και νερό καθότι είχαμε και αθλητές στην παρέα, λάτρεις της υγιεινής διατροφής, ενώ με τη σειρά τους έφτασαν και οι μεζέδες.
Είπαμε τα νέα μας, πως πάει δηλαδή η σχολή, τι κάνει ο αδερφός σου, πως πήγες στους προηγούμενους αγώνες, μέχρι που όλα τα κοινά θέματα προς συζήτηση εξαντλήθηκαν μέσα στο πρώτο μισάωρο. Το υπόλοιπο βράδυ το περάσαμε με λιτές αναφορές στην απόκτηση του διπλώματος οδήγησης από τη Σοφίας, σχολιασμό των δώρων των κοριτσιών, ενώ εγώ ανυπομονούσα να αρχίσει η μουσική η οποία θα μας έφτιαχνε το κέφι, ή τουλάχιστον θα κάλυπτε τα άπειρα κενά από συζήτηση λεπτά, που εκείνο το βράδυ κυλούσαν αργά και βασανιστικά. Όταν γεμίσαμε για δεύτερη φορά τα ποτήρια μας και ξαναευχηθήκαμε στις εορτάζουσες τα χρόνια πολλά, η κιθάρα, το μπουζούκι και το μπαγλαμαδάκι που κουρδίζονταν το προηγούμενο μισάωρο άρχισαν τον πρώτο τους σκοπό και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό μου, ενώ άρχισα να σιγοτραγουδάω τους ρεμπέτικους δρόμους, μαζί με τη Ντίνα και την Ρόζα που ακολούθησαν του παράδειγμά μου. Οι υπόλοιποι σαν να βρήκαν την αφορμή που ζητούσαν για να ξεκουράσουν τις φωνητικές τους χορδές, τις επιβαρημένες από την πολυλογία της προηγούμενης ώρας, κούρνιασαν στις καρέκλες και βάλθηκαν να παρακολουθούν το μπουζούκι και το «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα, θαρρώντας πως βρίσκονται στο μέγαρο μουσικής. Τότε ήταν που μεταφέρθηκα στο χώρο και σαν να βρισκόμουνα σε εκκλησία μας έβλεπα στατικούς, σοβαρούς και αμίλητους στις θέσεις μας να παρακολουθούμε τη λειτουργία με δεξιό ψάλτη τον τραγουδιστή και αριστερό το μπαγλαμά.
Μιας και είμαι εξοικειωμένη με τη μουσική και δεν λέω ποτέ όχι σε ένα καλό τραγούδι, βάλθηκα να σιγοτραγουδώ τους στίχους μαζί με το υπόλοιπο μαγαζί και την Ντίνα, εξαιρουμένης της υπόλοιπης παρέας. «Τα ξέρεις τα λόγια ή απλά ανοιγοκλείνεις το στόμα σου;» με ρωτά ο Γιάννης που μέχρι πρότινος χασμουριότανε σε κάθε παραγγελιά στα όργανα, σαν να ήταν βαλτός για να σπάσει τα ήδη κουρελιασμένα νεύρα μου. Μιας και δεν μ’ αρέσει να μ’ αμφισβητούνε βάλθηκα να του αποδείξω (μετά από δυο τρία ποτηράκια βέβαια) πόσο καλά ήξερα τα τραγούδια αφιερώνοντας του τα δύο επόμενα στίχο στίχο πριν προλάβει καν να τα πει το μπουζούκι.
Η σπουδαία βραδιά ολοκληρώθηκε με το κόψιμο της τούρτας, το κέρασμα της ορχήστρας και αφού καμιά από τις εορτάζουσες δεν καταδέχτηκε να χορέψει τις παραγγελιές τους ορίσαμε για τα σπιτάκια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου