22.5.08

E' ΜΕΡΟΣ


Οι μέρες κυλάνε ήρεμα στη ζωή μου, ο καιρός σιγά σιγά νυχτώνει (έχει άλλωστε πάει Νοέμβρης) και όλα δείχνουν να έχουν μπει σε μια ρουτίνα. Σπίτι, σχολή, δουλειά κάποιες μέρες της εβδομάδας, φροντιστήριο (για να τελειώσουμε και τα άτιμα τα αγγλικά κάποια στιγμή) και συχνά πυκνά καφεδάκια στην παραλία. Όμως τώρα πια, που ο ήλιος είχε αλλάξει βάρδια με το κρύο και τη βροχή, κρυφτήκαμε μέσα στις καφετέριες και περιμέναμε την επόμενη λιακάδα για να φωτοσυνθέσουμε και πάλι.
Αυτό όμως που δεν έβλεπα ακόμα στη ζωή μου, ήταν αυτό που ήθελα περισσότερο από όλα! Και αναλύεται αυτό το κάτι από τη μια σε ένα ζεστό συναίσθημα που κάνει το μυαλό να ταξιδεύει και το στομάχι να γουργουρίζει ευχάριστα, και από την άλλη σε ένα πρόσωπο που με τα μάτια του συντροφεύει το ευχάριστο αυτό ταξίδεμα του νου.
Ένα απογευματάκι, δεν είχε πάρει ακόμα να νυχτώσει, μετά από ένα ακόμη μάθημα, περπατούσα προς τη στάση για το λεωφορείο. Τέτοιες ώρες, όταν είμαι εντελώς μόνη, στα δρομάκια της πόλης, με δεκάδες περαστικούς να βαδίζουν πλησίον μου, απασχολώ το μυαλό μου με χιλιάδες ερωτηματικά. Άλλοτε το φιλοσοφώ βαθιά για τη ζωή, για τον άνθρωπο, για το μέλλον μας, και άλλοτε βασανίζομαι με τη βλαμμένη την αφεντικίνα μου: «Μα γιατί να μου μιλήσει έτσι;», και φτάνω μέχρι το σπίτι, μηχανικά, χωρίς να καταλάβω το πότε, μέσα στα νεύρα και τη θολούρα.
Σε μια τέτοια νευρική έξαψη, έφτασα κι εκείνο το απόγευμα στη στάση όπου περίμενα το λεωφορείο. Δεν ήθελα, ούτε να ακούω, αλλά ούτε και να βλέπω κανένα. Έριξα λοιπόν τα γυαλιά της μυωπίας στη θήκη και από εκεί στην τσάντα μου και βάλθηκα να αναλύω τα πρωινά γεγονότα. Γιατί δεν μου έφτανε που περπατούσα 5 ώρες μες στη βροχή με ένα σακίδιο στην πλάτη, που ζύγιζε ίσα με ένα σάκο του μποξ, ενώ δεκάδες κομπλεξικοί διαμαρτύρονταν για τα φυλλάδια που άφησα και βρόμισα την αυλή τους, είχα και την «κυρία» από πάνω να με επιπλήττει, γιατί δεν άφησα, λέει, φυλλάδιο σε ένα σπίτι στον τάδε δρόμο, που έστεκε μοναχό του, τρία τετράγωνα μακριά από όλα τα άλλα! Ακούς εκεί; Και όλα αυτά για 15 ευρώ! Και μην ακούσω κανένα να μιλήσει για ένσημα (Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;)!
Κι ο ψηλός απέναντι ποιον χαιρετάει; Εμένα; Λες να βάλω τα γυαλιά; Αλλά πάλι αν είναι γνωστός ας έρθει να μου μιλήσει δεν απέχουμε και χιλιόμετρα! Μπα, στη θέση του μένει…Δε βαριέσαι, άλλωστε έρχεται και το λεωφορείο. Μπαίνω μες στο στριμωξίδι με τη γιαγιούλα από μπροστά να κουτσαίνει και καμιά εικοσαριά νοματαίους από πίσω να βρίζουν και να σπρώχνουν! Ένας μάλιστα μόνο αγκαλιά δεν με πήρε! Του έριξα μια άγρια ματιά και επανήρθε στη θέση του.
Μετά βίας βρήκα χώρο να σταθώ και από κάπου να κρατηθώ για να αποφύγω τα φρεναρίσματα του οδηγού. Και όταν κατέβηκαν οι πρώτοι και έκανα να χωθώ προς το βάθος μήπως βρω καμιά θέση κενή, νιώθω ένα χέρι να με πιέζει στον ώμο. Πεπεισμένη ότι πρόκειται για έναν ακόμη λακαμά γυρίζω φουρκισμένη, προς το μέρος του έτοιμη να τον βρίσω! Όμως, μα ναι, είναι γνωστή φάτσα! «Που σε ξέρω βρε παιδί;», αναρωτιέμαι. Ναι καλέ, ήταν ο ψηλός, ο φίλος του Λουκά, απ’ το καλοκαίρι! Το κρυφό το ραντεβού μου, καλέ! «Γεια σου! Τι κάνεις;» μου λέει γλυκά. «Δε με γνώρισες; Ο Αλέξης είμαι, ο συμμαθητής του Λουκά…». «Βέβαια, τι κάνεις; Δεν σε είδα καθόλου από εκείνη τη μέρα…» του απαντώ με μια δόση ευθυμίας στον τόνο μου, καθώς θυμήθηκα την ηρωική έξοδο (από το Μεσολόγγι;;;) εκείνης της ημέρας!
«Πώς και απ’ τα μέρη μας; Νόμιζα ότι δε είσαι από εδώ!» Και ναι, το θυμόμουνα καλά…στην Κοζάνη μου είχε πει πως έμενε χρόνια τώρα, μετά από ένα τετράχρονο διάλειμμα διαμονής στα Γιάννενα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο ιστορικό τμήμα. «Καλά θυμάσαι…» μου απαντά, «Όμως έκανα τα χαρτιά μου στο μεταπτυχιακό σας και με δέχτηκαν. Εδώ και ένα μήνα περίπου μένω μόνος μου στο πατρικό της μητέρας μου.» «Συγχαρητήρια! Άρα θα σε βλέπουμε συχνά τώρα!» Του λέω κατενθουσιασμένη, ενώ το λεωφορείο έκανε στάση με ένα απότομο φρενάρισμα που με έφερε στην αγκαλιά του Αλέξη…Μόλις που κατάλαβα ότι αυτή ήταν η στάση μου, και βιάστηκα να τον χαιρετίσω για να κατέβω. Όμως προς έκπληξή μου τον είδα να με ακολουθεί στο κατέβασμα από το λεωφορείο, καθώς αυτή ήταν και η δική του στάση. Έμενε, που λες, σε ένα διώροφο με μια πανέμορφη, σκαλιστή, πράσινη πόρτα, που απείχε μόλις δύο λεπτά με το ρολόι από την πολυκατοικία που μένω! Και από το σπίτι αυτό περνούσα επί καθημερινής βάσεως, τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα, χρόνια τώρα!
Η κουβέντα δεν μας άφηνε. Τελικά, χαιρετηθήκαμε, κανένα εικοσάλεπτο αργότερα έξω από την πόρτα του, χωρίς να κρύψουμε και οι δύο τη χαρά που μας επέφερε η απροσδόκητη συνάντησή μας. Έτσι χωρίσαμε και έστριψα στη γωνία για το σπίτι μου. Άλλωστε, ίσως να ξαναβλεπόμασταν την επόμενη μέρα αφού είχαμε μάθημα σε κοινή ώρα και βέβαια τόπο

Δεν υπάρχουν σχόλια: