30.5.08

Ζ' ΜΕΡΟΣ



Προχθές δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα την ανάγκη να τρέξω στο παρελθόν. Κάτι τέτοιες στιγμές, για να το πετύχω αυτό, δύο τρόποι υπάρχουν: ή θα χαζέψω φωτογραφικά άλμπουμ, ή θα ανοίξω το κουτάκι με τις αναμνήσεις, το οποίο και προτίμησα αυτή τη φορά. Και μη νομίζεις ότι είναι κάτι ιδιαίτερο…ένα απλό κουτί παπουτσιών, βαμμένο χρυσαφί, με μια κόκκινη κορδέλα, ξεχασμένο καιρό στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, χιονισμένο από τη σκόνη και αφημένο στην τύχη του. Κατά καιρούς, μόνο, όταν υπήρχε κάτι που ήθελα να κρατήσω, παραμέριζα λίγο το καπάκι και το έχωνα εκεί μέσα. Έδιωξα, λοιπόν με μια κίνηση τη σκόνη που το κάλυπτε και αντίκρισα χίλια δυο ψιλολόγια: μία σβούρα – απομεινάρι από ένα παλιό παιχνίδι, που πέρασε σ’ εμένα από τα ξαδέρφια μου που είχαν πια μεγαλώσει, δύο πλαστικές δισκετούλες με τραγουδάκια («πλάθω κουλουράκια» και «πόσο μ’ αρέσουν οι καραμελίτσες»), ότι απέμεινε από τη Ρενέτα, την κούκλα μου που περπατούσε και τραγουδούσε, κάτι πολύχρωμα σκουλαρίκια που φόρεσα μόνο σε ένα αποκριάτικο πάρτι. Επίσης βραχιολάκια, κομποσκοίνια, ο βαφτιστικός μου σταυρός και σε αντίθεση με αυτά δύο καρφίτσες, ενθύμιο από την εξηκοστή επέτειο της Ε.Σ.Σ.Δ., που μου έδωσε να κρατήσω ο πατέρας μου. Ένα κουτάκι με δραχμές, ένα πασχαλινό κεράκι-αυγό δώρο από μια παλιά μου δασκάλα και ένας σελιδοδείκτης με αφιέρωση «10-5-01. Με πολύ αγάπη Κάλι», μαζί με τους στίχους του ποιητή Λαπαθιώτη:

«Αγάπης πόθοι, γλυκό μαράζι
πού η νύχτα κλώθει κι η μέρα σπάζει·

Καιροί μου μάγοι και καρδιοχτύπια,
μέθης πελάγη πού φλόγες ήπια·

Όλο γλιστρούνε, διαβάτη πλάνε…
Μα πούναι; πούναι; Ά! πάνε, πάνε…»

Είχα τόσα πραγματάκια σ’ αυτό το κουτί, όμως ένα από αυτά τράβηξε την προσοχή μου…και ήταν αυτό ένα ημερολόγιο που μέσα του αντί να κρατήσω τις σκέψεις μιας άλλης ηλικίας, φιλούσα στιχάκια τραγουδιών που αγάπησα :

«Ας ήτανε να πνιγώ σα μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ.
Βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά»

Συνήθεις Ύποπτοι

Και την απέκτησα αυτή τη συνήθεια κάπου στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Μετά, όταν πια είχα μαζέψει αρκετά τραγούδια, καθόμουν στο κρεβάτι και τραγουδούσα σιγανά τα ρεφρέν τους. Ξεφύλλισα το μπλοκάκι και κάπου εκεί στην ησυχία του δωματίου, άρχισα και πάλι να ψιθυρίζω τους στίχους:

«Θα με δεις σαν δροσιά μεσημεριού,
θα με δεις σαν το ντέφι ενός ρυθμού.
Σα να ‘μαι κοντά, σα να ‘μαι μακριά,
μη σε νοιάζει τι και πού.
Θα με δεις, κάπου θα με δεις…»

4 Εποχές

Και τη γλυκιά μελωδία του τραγουδιού ήρθε να διακόψει το φάλτσο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Δεν ήταν για κακό όμως, καθώς από την άλλη άκρη του ακουστικού στεκόταν ο Αλέξης. Πρέπει να πέρασαν καμιά δεκαπενταριά μέρες από εκείνη την τυχαία συνάντηση μας στη στάση και τα πράγματα είχαν αλλάξει αρκετά μεταξύ μας. Είχαμε γίνει φιλαράκια! Βγαίναμε μαζί και περνούσαμε άπειρες ώρες να συζητάμε για χίλια δυο πράγματα. Επιπλέον συναντιόμασταν στη σχολή, ενώ είχαμε συνεννοηθεί σε κοινές ώρες μαθημάτων να επιστρέφουμε μαζί σπίτι.
Πρώτη φορά ένιωθα τόση οικειότητα με κάποιον άνθρωπο, και δη με ένα αγόρι. Έβλεπα πολλά στοιχεία που μου άρεσαν σ’ αυτόν τόσο στην εμφάνιση, όσο και στον χαρακτήρα του, ενώ συνεχώς έμενα έκπληκτη από τα τόσα κοινά στοιχεία που μας ένωναν. Ο Αλέξης λοιπόν, είναι ένα εικοσιτριάχρονο παιδί, ψηλό με σκούρα μάτια και καστανά μαλλιά, με βλέμμα γλυκό και συνάμα μυστηριώδες, δέρμα λευκό και σώμα γυμνασμένο· τυχερή όποια κρατούσε στα χέρια του.
Ξέρω πως η περιγραφή μου γι’ αυτόν προμηνύει κάτι πέρα από απλή φιλία, όμως αρχικά ήταν αυτό και μόνο. Αλλά ένα βράδυ που έπεσα να κοιμηθώ, τον ονειρεύτηκα. Καθόμασταν, λέει, γύρω από ένα μεγάλο, μακρόστενο τραπέζι με πολλούς άλλους, σε ένα δωμάτιο με παλιούς πίνακες ζωγραφικής, που θύμιζε εικονική πραγματικότητα. Ο Αλέξης καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού κι εγώ πλάγια δίπλα του. Κάποια στιγμή ένιωσε να ζαλίζεται και βρέθηκε κάτω, ενώ εγώ αμέσως αντανακλαστικά έκανα να τον πιάσω και βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Δεν ξέρω να εξηγώ τα όνειρα, ούτε και τα πιστεύω. Όμως αυτό που ξέρω είναι πως μετά από εκείνο το βράδυ, άρχισα να τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, και έφταιγε γι’ αυτό εκείνο το νέο συναίσθημα, η αίσθηση ότι τον κρατούσα στην αγκαλιά μου και ένιωθα το σώμα του πάνω στο δικό μου…
Έτσι, λοιπόν, το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν έπαψε να είναι μόνο φιλικό και πέρασε σε κάτι περισσότερο. Ήθελα τότε να περνάω όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες μαζί του, ενώ με τον καιρό η όψη του είχε καταλάβει όλες μου τις σκέψεις. Όμως, ότι και να αισθανόμουνα δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να του το αποκαλύψω. Και δεν με κρατούσε τόσο ο φόβος της απόρριψης, όσο μια ανασφάλεια για το λίγο που τον γνώριζα ή μάλλον δεν τον γνώριζα! Επιπλέον, μου φαινόταν τόσο καλός, που δύσκολα μπορούσα να πιστέψω πως είναι αληθινός.
Εκείνο το τηλεφώνημα είχε ως στόχο την επαλήθευση της αυριανής μας συνάντησης. Τελικά περάσαμε καμιά ώρα αγκαλιά με τα ακουστικά των τηλεφώνων μας, καθώς ούτε που κατάλαβα πώς έφτασε η κουβέντα στο κουτάκι που σκάλισα εκείνη τη μέρα…Με κορόιδεψε γι’ αυτό: «Αχ, εσείς οι γυναίκες!», όμως δεν έπαψε να με ρωτά για το περιεχόμενό του, μέχρι που καταλήξαμε να μου τραγουδάει τη «Βροχή μου» και αφού δεν φοβήθηκε τις απειλές μου, πως θα καλούσα την αστυνομία ήχου αν δεν έπαυε το φάλτσο τραγούδισμα, του έκλεισα του ακουστικό στα μούτρα, ενώ παράλληλα του έστελνα ένα μήνυμα συγχώρεσης από το κινητό, γιατί εδώ που τα λέμε, πολύ φάλτσος δεν ήταν (όχι τουλάχιστον περισσότερο από μένα)…

Δεν υπάρχουν σχόλια: